ντουφεξής

ντουφεξής
ο
βλ. τουφεξής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τουφεξής — και ντουφεξής, ο, Ν (παλ. τ.) αυτός που κατασκεύαζε ή πουλούσε τουφέκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + κατάλ. τζής*, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος κτζ σε ξ (πρβλ. μπουζου ξής)] …   Dictionary of Greek

  • τουφεξής — ο πληθ. ήδες, και ντουφεξής, ο 1. οκατασκευαστής ή πουλητής τουφεκιών, οπλοπώλης. 2. στρατιώτης οπλισμένος με τουφέκι: Ένα τάγμα Τούρκοι τουφεξήδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”